Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Φιλία - Αλ Τερ

Η φιλία με απασχολεί περισσότερο από τον έρωτα [κάποιο άτομο (μάλλον) κάποιο βράδυ, σχετικά πρόσφατα (μάλλον)]. Κάπου τότε διάβαζα/διάβασα το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές (Keiran Goddard, μτφρ. Νατάσα Σίδερη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο τίτλος ήταν αυτός που πυροδότησε την επιθυμία, γέννησε μια διαίσθηση αναγνωστικής επιθυμίας, ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα γνώριζα άλλωστε, αργότερα θα έγραφα, ίσως και επηρεασμένος από την αρχική αποστροφή λόγου: «Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει». Τώρα αναρωτιέμαι αν είναι επιτακτικά σημαντικό να θυμηθώ το υποκείμενο εκείνης της δήλωσης, θα ενσωματωνόταν άραγε στο φίλιο κόρπους;

Όταν έπιασα στα χέρια μου το λεπτό αυτό βιβλίο διπλής εισόδου, μία στην ελληνική και μία στην αγγλική, στάθηκα λίγο στη λέξη φιλία που υπερίπταται ταπεινότερη του έντονα κεφαλαίου υπότιτλου ΕΝΑ ΛΗΜΜΑ ΣΕ Θ Ρ Α Υ Σ Μ Α Τ Α, λες και αυτό είναι το σημαντικό, το καθοριστικό, ένα ζήτημα ταυτότητας προθέσεων, μια ιδιότυπη δέσμευση, μια επιτέλεση κάτι συγκεκριμένου, πριν συνεχίσω με το όνομα του δημιουργού, Αλ Τερ.

Από τα δεδομένα του εξωφύλλου, εκείνο με το οποίο απασχόλησα τη σκέψη μου κατά την προαναγνωστική περίοδο ήταν το ζήτημα της ανωνυμίας, της χρήσης ενός ψευδώνυμου, σκέψη που συχνά πυκνά με απασχολεί και με ιντριγκάρει, και τα πράγματα που μας απασχολούν και μας ιντριγκάρουν, όσο και αν κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε, είναι πράγματα που μας απασχολούν προσωπικά, ας πούμε, στην περίπτωσή μας/μου, πώς θα είχε ξετυλιχτεί το κουβάρι των χρόνων, αν με κάθε κόστος δεν οικοδομούσα τη γέφυρα ανάμεσα στο όνομα χρήστη της google και στο όνομα ληξιαρχικής πράξης, αν δεν ήμουν εγώ αυτός αλλά κάποιο άγνωστο ψηφιακό υποκείμενο γραφής και ανάγνωσης, ύστερα αναπόφευκτα σκέφτηκα τον Πεσσόα στη σημερινή εποχή, πόσο θα το γλεντούσε, κατέληξα σε τετριμμένες σκέψεις, ύστερα, η ανωνυμία σε μια εποχή όπως η σημερινή κ.τ.λ. βαρετά και όμοια πάντα.

Μπαίνοντας στην αναγνωστική διαδικασία σύντομα επέστρεψα στην ψευδώνυμη υπογραφή, το λογοπαίγνιο εμφανίστηκε, μήπως Αλ Τερ Έγκο; Αλλά και ένα ερώτημα πιο καίριο, τι κάνουμε με τις αντωνυμίες;

Το πρώτο θραύσμα, δάνειο του Ντεριντά, «Μεταξύ του να τους μιλάς και να μιλάς γι' αυτούς υπάρχει ένας κόσμος από διαφορές». Ένα απλό, δωρικό, ευθύ, παιγνιώδες, του δε πόιντ, εισαγωγικό, κατατοπιστικά περιγραφικό καλωσόρισμα.

Σκέφτομαι, περισσότερο το σκέφτομαι παρά το πιστεύω, πως ζούμε σε μια διττής προσπέλασης πραγματικότητα. Από τη μια, κάποια άτομα, μάλλον όχι από επιλογή θα ισχυριζόταν η απέναντι όχθη, πλατσουρίζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και το πλατσούρισμά τους έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζεται σαν ένα απόσταγμα στιβαρής φιλοσοφίας, διακρίνεται για την υπερβεβαιότητα, δεν αυτοαμφισβητείται, έτσι, λένε, είναι τα πράγματα και διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις. Από την άλλη πλευρά, όσα άτομα δοκιμάζουν να κατεβούν σε πιο σκοτεινά βάθη, καθένα ως εκεί που μπορεί/θέλει/επιλέγει να κατέλθει, το φαινόμενο της βεβαιότητας εμφανίζεται και εδώ, όμως δεν είναι παράλογο, πλατσούρισμα συντελείται και σε υδάτινα βάθη και όχι μόνο στην επιφάνεια. Το σκέφτηκα ξανά λόγω αυτής της φαινομενικά επιφανειακής και εύκολης αποστροφής του Ντεριντά, αυτό το λεκτικό παιχνίδι, το τόσο μισητό από την πλειοψηφική πτέρυγα, όφου, τι τα σκαλίζεις, τι μου τα πρήζεις.

Πιστεύοντας πως έχω αποκτήσει μια ικανή επαφή με την αυτομυθοπλασία ως νεοεισεχθέν υποείδος, ομολογώ πως τα χρειάστηκα όταν έπεσαν στα χέρια μου Οι αργοναύτες (Maggie Nelson, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες), κυρίως, αλλά και το Στο σπίτι των ονείρων (Carmen Maria Machado, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες), δευτερευόντως, δεν είχα ποτέ σκεφτεί/διανοηθεί ως εκδοχή το αυτοδοκίμιο ως καταγραφή του εαυτού, του βιώματος, της καθημερινότητας, λέγοντας τα χρειάστηκα εννοώ μάλλον πως θαμπώθηκα, πως τα κριτήρια ποιότητος κατέρρευσαν μονομιάς, μόνο αργότερα, καιρό μετά την ανάγνωση κάπως ανασυγκροτήθηκαν και ψέλλισαν κάποιες ενστάσεις, με τον καιρό, επίσης, με τον τρόπο τους ισχυρές, τελικά. Παρέκβαση, λες και κάνω κάτι άλλο: η τήρηση αναγνωστικού ημερολογίου, βλέπε το παρόν ιστολόγιο, είναι σημαντική και γι' αυτό το χάσμα που ανακύπτει στην επιστροφή πίσω στον χρόνο, όντας οπλισμένος με όπλα νέας τεχνολογίας, ποιος ήμουν και ποιος είμαι, τι έλεγα και τι λέω, σκέφτομαι, ακόμα σε παρέκβαση, μια αδιάλειπτη και συστηματική επιστροφή και μάχη, ένα επαναλαμβανόμενα επαναπροσδιορίσιμο τι έλεγα και τι λέω, μια κειμενική διαμάχη, ένας συνεχής αναθεωρητισμός.

Αναπόφευκτα, μιλώντας άκρως υποκειμενικά, λες και γίνεται και αλλιώς δηλαδή αλλά τέλος πάντων, κείμενα όπως αυτό φλερτάρουν (ίσως και να ερωτοτροπούν με πάθος) με την επιτήδευση ή την εγκεφαλικότητα ή το εγώ του γράφοντος υποκειμένου, ίσως, σκέφτομαι τώρα, αυτό να συμβαίνει γιατί υπάρχει ως ανοιχτό επίδικο μια συγκρουσιακή συνθήκη, το δοκιμιακό υπερισχύει του εαυτού και σκοπό (ίσως) έχει να πείσει για την ορθότητά του. Νιώθω πως κάθε τι που με κάνει να σκέφτομαι με όρους μηδέν ένα, σωστό λάθος, είναι κατάλοιπο μιας μονοσήμαντης κατανόησης του κόσμου, μιας δυαδικότητας που προσπαθώ να ξεφορτωθώ βήμα το βήμα, αυτό είναι κάτι που ελπίζω να προσεταιριστώ μέσα από την ανάγνωση, την ανοιχτότητα στην εμπειρία, τη δυνατότητα ύπαρξης μιας άλλης γωνίας θέασης, τον πλουραλισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το υποκείμενο που εισάγει το δικό του λήμμα για τη φιλία φλέγεται. Διατηρώ ανοιχτό το για τι/από τι φλέγεται. Σκόρπιες υποθέσεις: να κατανοήσει, να νιώσει, να αξιολογήσει, να δει, να δικαιολογήσει, να υπερβεί, να θεωρητικοποιήσει, να απολαύσει, να απαλλαγεί από τη μοναξιά ή να την επιλέξει. Όλα τα θεωρώ πιθανά, ως το τέλος, ενάντια σε κάθε μονοσημία.

Τώρα, διαβάζω το I love Dick. Το αναφέρω γιατί κάπως τα νήματα υπάρχουν, όχι άμεσα ίσως, αλλά υπάρχουν, και κυρίως έχουν να κάνουν με την επιστολική μορφή, και όσα εκείνη φέρει μαζί της από τις απαρχές της αλληλογραφίας και των πάσης φύσεως σημειωμάτων με έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά και για την εκτεταμένη δοκιμιακή διακειμενικότητα, για την πυρετώδη αναζήτηση στη θεωρία, για την απόπειρα κατανόησης, κάπου αναφέρεται το εξής, πιστεύω αντιπροσωπευτικό και αποκαλυπτικό: «Νομίζω ότι είμαι η ιδανική σου αναγνώστρια - ή ότι, η ιδανική αναγνώστρια είναι αυτή που είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζει το κείμενο ψάχνοντας να βρει στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται». Θα μπορούσε, κάνοντας παιχνίδι με τις λέξεις, να ειπωθεί και ως: Νομίζω πως είσαι η ιδανική μου αναγνώστρια - ή ότι ιδανική αναγνώστρια είσαι εσύ που είσαι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζεις το κείμενο ψάχνοντας να βρεις στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται/αισθάνεται για σένα. Τι λέτε;

Η παρούσα, τελικά, θα είναι η ύστατη ανάρτηση πριν τη θερινή ανάπαυση, το αποφάσισα στα μισά του κειμένου αυτού, αρχικά σκεφτόμουν πως θα ήταν η προτελευταία, αφήνοντας για το τέλος μια πιο απολογιστική, πιο προγραμματική, πιο προσωπική, γεμάτη ευχές, ευχαριστίες και αποφάσεις εν όψει της νέας χρονιάς, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Διάβασα δύο φορές το λήμμα αυτό, όχι δεν τόλμησα την αγγλική εκδοχή του, και η τομή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη σκέψη υπήρξε μια χαράδρα τρομακτικής ομορφιάς, οριακής επίσης ίσως. Και κάποιες στιγμές ψάχνουμε ή είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε κάτι που θα συμπυκνώνει με τον δικό του τρόπο κάτι πιο χαοτικά διάχυτο εντός μας. Και εδώ αυτό ήταν η χαράδρα αυτή ανάμεσα στο συναίσθημα, για το οποίο λίγα (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) βιωματική, και τη γνώση για την οποία πολλά (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) συνειδητή. Κάθε χαράδρα τείνει στα βάθη της να καταλύει το ενδιάμεσο κενό.

Με το καλό να τα πούμε τον Σεπτέμβρη.

Εκδόσεις Periplaneta

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Μπέρτα Ίσλα - Javier Marías

Ο Χαβιέρ Μαρίας, ο σημαντικότερος ίσως Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών, πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2022 στα εβδομήντα ένα του χρόνια. Το Μπέρτα Ίσλα (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Πατάκη) υπήρξε το προτελευταίο του μυθιστόρημα.

Αντίθετα με την πλειοψηφία των προηγούμενων βιβλίων του, εδώ ο τίτλος δεν αποτελεί ευθύ δάνειο από το σαιξπηρικό corpus· Μπέρτα Ίσλα είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας, που, έφηβη ακόμα, ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε τον συνομήλικό της Τομάς Νέβινσον, μισό Ισπανό μισό Άγγλο, που διακρινόταν για την ικανότητά του στις ξένες γλώσσες. Μετά το σχολείο, εκείνη σπούδασε στη Μαδρίτη, ενώ εκείνος στην Οξφόρδη, όπου και τράβηξε το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και στις οποίες εν τέλει εντάχθηκε παρά την αρχική του απροθυμία.

Η ζωή ενός κατασκόπου αναπόφευκτα χαρακτηρίζεται από μυστικά και συσκότιση, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί να εναλλάσσει ταυτότητες ανάλογα με τις απαιτήσεις τής κάθε αποστολής, μια ζωή που κινείται στον αντίποδα της συντροφικότητας που –θα έπρεπε να– χαρακτηρίζει την ένωση δύο ατόμων με τον γάμο. Το Μπέρτα Ίσλα είναι μισό κατασκοπικό και μισό ερωτικό/συντροφικό μυθιστόρημα, με τα δύο μέρη πότε να επικαλύπτονται και πότε να παραμένουν ανεξάρτητα. Ο Τομάς απουσίαζε μεγάλα διαστήματα εκτός Μαδρίτης, χωρίς η Μπέρτα να γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται, ενώ η επικοινωνία τους κάθε άλλο παρά σταθερή υπήρξε. Εκείνη έμενε πίσω φροντίζοντας αρχικά ένα και εν συνεχεία δύο παιδιά. Οι συναντήσεις τους, όταν λάμβαναν χώρα, μόνο ως διαλείμματα μπορούσαν να ληφθούν, εκείνος εμφανιζόταν ξαφνικά για να εξαφανιστεί στη συνέχεια ξανά.

«Για κάμποσο καιρό δεν ήταν σίγουρη αν ο άντρας της ήταν ο άντρας της, όπως κάποιος, που μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, δεν ξέρει αν σκέφτεται ή αν ονειρεύεται, αν ελέγχει ακόμα το μυαλό του ή αν έχει χάσει τον έλεγχο από την εξάντληση».

Η έντονη αντίθεση άσπρου μαύρου, με άχρηστους τους όποιους ποσοτικούς προσδιορισμούς, διακρίνει συνολικά τη ζωή των δυο τους, αλλά και συνολικά το μυθιστόρημα· αλήθεια και ψέμα, φως και σκοτάδι, συζυγική και μοναχική ζωή, ατομική και συλλογική αρένα, πραγματικότητα και φαντασία, πεποιθήσεις και ανασφάλειες, μαζί και χώρια.

Πότε στην ακτή της Μπέρτα, πότε σε εκείνη του Τομάς και πότε παντεπόπτης, ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής κρατά σταθερά το πηδάλιο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρίας συνδιαλέγεται και κινείται με άνεση ανάμεσα στο κατασκοπικό και το μυθιστόρημα ιδεών είναι μοναδικός και, εκτός από μια διακριτή δημιουργική φωνή, αποκαλύπτει και την ευρυμάθειά του ως πιστού της λογοτεχνίας, κάτι το οποίο δείχνεται περαιτέρω από τις διακειμενικές πινελιές, όπως η έντονη παρουσία του έργου του Έλιοτ. 

Η ειδολογική ποικιλία της μυθοπλασίας δεν αποτελεί δείκτη ποιότητας, κανένα είδος από μόνο του δεν ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή λογοτεχνία, είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία λέγεται, αλλά ούτε και η πρωτοτυπία του θέματος ή οι μεγάλες ιδέες δείχνουν κάτι από μόνες τους. Η γραφή του Μαρίας διακρίνεται από μια εγκεφαλικότητα που παραπέμπει σε παλαιότερες περιόδους, μια λογοτεχνία τοποθετημένη κάπου στην κεντρική Ευρώπη, που ωστόσο δεν έχει σκονισμένες και ταλαιπωρημένες από τον χρόνο επιφάνειες.

Ο αναλυτικός τρόπος πρόσληψης και παρατήρησης, η ανάδειξη των λεπτομερειών, αδιόρατων ίσως τη στιγμή που συνέβαιναν, καθοριστικών για την εκ των υστέρων σύνθεση της μεγάλης εικόνας, αλλά, κυρίως, οι εναλλαγές ταχύτητας, χρόνια που περνούν σε μια παράγραφο και στιγμές που διαρκούν σελίδες επί σελίδων, αποδεικνύονται καθοριστικά για την αναγνωστική εμπειρία, γιατί, σ' ένα ακόμα ζεύγος φαινομενικά ασυμβίβαστο, το Μπέρτα Ίσλα είναι ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα πυκνό, όπως η σπουδαία Λογοτεχνία, αλλά και καταιγιστικό, όπως μια κατασκοπική ιστορία που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η λογοτεχνία που υπέγραψε ο Χαβιέρ Μαρίας, όπως το σύμπαν κάθε σημαντικού λογοτέχνη, διαθέτει ευδιάκριτες σταθερές και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και αν μπορούσε να εξαντληθεί σε μια και μόνη φράση τότε αυτή θα ήταν το εναρκτήριο απόσπασμα από το Καρδιά τόσο άσπρη (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Σέλας): «Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα». Το Μπέρτα Ίσλα αποτελεί έναν γνώριμο αστερισμό στον εξοικειωμένο με το έργο του Μαρίας αναγνώστη, και, ταυτόχρονα, μια κατάλληλη πύλη πρώτης επαφής και γνωριμίας.

(Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για άλλα βιβλία του Χαβιέρ Μαρίας: για το αξεπέραστο Καρδιά τόσο άσπρη (εδώ), για τις Ερωτοτροπίες (εδώ) και για το Έτσι αρχίζει το κακό (εδώ).

Μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Οι ξαδέλφες - Aurora Venturini

Δεν θα διάβαζα το μυθιστόρημα αυτό, όχι σύντομα τουλάχιστον, αν δεν δεχόμουν ισχυρές προτροπές σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του. Μοιάζει, και ίσως να είναι, κατά κύριο λόγο μοναχική διαδικασία η χάραξη και η διάνυση του αναγνωστικού μονοπατιού, ωστόσο, συμβαίνει, αν είσαι τυχερός, κι εγώ θεωρώ εαυτόν τυχερό, να σου απλώνονται νήματα από αναγνώστες που εκτιμάς. Δεν είναι απλό να «πείσεις» κάποιον να παρεκτραπεί των επόμενων λίγων βημάτων του μονοπατιού, το πάθος στο βλέμμα είναι το πιο σύνηθες, η απλή επισήμανση πως το τάδε ή το δείνα βιβλίο είναι ωραίο δεν αρκεί, πάρα πολλά ωραία βιβλία υπάρχουν εκεί έξω. Στην περίπτωση της Αουρόρα Βεντουρίνι, γεννημένης στην Αργεντινή το 1921, και του βιβλίου της, το πάθος στο βλέμμα των τριών αναγνωστριών συνοδεύτηκε από δύο ακόμα συστατικά, εκείνο της ηλικίας της συγγραφέως όταν έγραψε το βιβλίο, ήταν ογδόντα πέντε ετών, και το απέστειλε χωρίς υπογραφή σε έναν διαγωνισμό υπό την προεδρία της Μαριάννα Ενρίκες, όπου και κέρδισε το πρώτο βραβείο, και ο πρόλογος της ήδη αγαπημένης συγγραφέως στην έκδοση, μια υπογραφή-εγγύηση για το περιεχόμενο.

Οι προσδοκίες εδώ είχαν να κάνουν κυρίως με την περιέργεια απόρροια της ηλικίας τής συγγραφέως. Έχω σημειώσει ξανά, αρκετές ίσως φορές, πόσο προκλητική και γοητευτική μου φαίνεται η διατήρηση ή και η γέννηση της φρεσκάδας σε αντιδιαστολή με τη φαινομενικά αναπόφευκτη συντήρηση που το πέρας της ηλικίας επιφέρει στην πλειοψηφία των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που κάποτε υπήρξαν ριζοσπαστικοί ή έτσι, τουλάχιστον, έδειχναν και ισχυρίζονταν. Πάντοτε θα θυμάμαι και θα μνημονεύω την περίπτωση του Χούλιο Κορτάσαρ. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που γράφουν ή συνεχίζουν να γράφουν σε μεγάλη ηλικία, η περιέργεια εδώ γεννήθηκε από το ύφος και την «πολιτική» των εκδόσεων Carnívora, που καθιστούν τον κατάλογό τους άκρως σύγχρονο, ειδικά των έργων που αποτελούν την κίτρινη σειρά. Όλων αυτών λεχθέντων, βρισκόμαστε στο αναγνωστικό κατώφλι, στο κυρίως διακύβευμα.

Μια πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Γιούνα, εξιστορεί την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας γυναικών, ξαδέλφες μεταξύ τους, που κάθε μία πάσχει και από κάποια γενετική ανωμαλία. Εκείνη, εξαιτίας του έμφυτου ταλέντου της και με την αρωγή ενός καθηγητή της, θα καταφέρει να γίνει μια πετυχημένη ζωγράφος. Βρισκόμαστε στην Αργεντινή της δεκαετίας του σαράντα.

Η ελάχιστη αυτή σύνοψη δεν προσφέρει και πολλά στον υποψήφιο αναγνώστη, ίσως και να μην του δημιουργεί καν την επιθυμία ανάγνωσης. Καταφυγή στο κλισέ: σημασία δεν έχει τόσο τι ιστορία θα αφηγηθείς αλλά ο τρόπος που θα το κάνεις. Και η Βεντουρίνι το κάνει περίφημα.

Σε μια εποχή που η ολοένα και μεγαλύτερη επικράτηση των πάσης φύσεως και μορφής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής έχει ως αποτέλεσμα μια λογοτεχνία στρογγυλεμένη ακόμα και όταν αυτή η λείανση της επιφάνειας δεν συνάδει με το περιεχόμενο. Επίσης, η απομάγευση. Αναφέρομαι στην απόπειρα, αναπόφευκτα αποτυχημένη στο πλήρες εύρος της, για ποσοτικοποίηση και ποιοτική ανάλυση των συστατικών της καλής ή της ευπώλητης λογοτεχνίας, η μανία για να αποτυπωθεί στη θεωρία η κατασκευή και η λειτουργία του κάθε βιβλίου, λες και υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα, εδώ στις θετικές απαντήσεις και δεν έχουμε απαντήσεις για τα πάντα, κάθε άλλο, συχνά οι επιστήμονες φτάνουν μέχρι ένα σημείο και τότε αναγκάζονται να καταφύγουν σε υποθέσεις, σε μια άνω τελεία, ελπίζοντας πως το μονοπάτι θα συνεχιστεί στο μέλλον, αν μέχρι τότε δεν έχει αποδεχθεί αδιέξοδο και παραπλανητικό. Υποψιάζομαι πως αρκετές «φωνές» που από απόσταση χρόνων μας παίρνουν το μυαλό και γεννούν έναν ατόφιο ενθουσιασμό για τη μοναδικότητά τους, για τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα τους, την επαναστατικότητά τους, επίσης, και όλα όσα προσέφεραν στο λογοτεχνικό ποτάμι, δεν θα υπήρχαν σήμερα, θα είχαν απορριφθεί ή θα είχε γίνει απόπειρα ομογενοποίησης.

Πίσω στο βιβλίο μας τώρα. Ακόμα ένα κλισέ: δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Το επίθετο μοναδικός, που τόσο θέλω να τοποθετήσω μπροστά από το ουσιαστικό γραφή στην περίπτωση της Βεντουρίνι, αναγκαστικά γίνεται καταχρηστικά, πώς αλλιώς. Ωστόσο, υπάρχει μια παγίδα, που νιώθω πως πρέπει να επισημάνω, μια σημείωση για έναν μεγαλύτερης ηλικίας εαυτό με ροπή στην επιλεκτική λήθη: το γεγονός πως διαβάζοντας ένα βιβλίο, μιλώντας για λογοτεχνία, μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα ή περισσότερα νήματα σύνδεσης με μια λογοτεχνική παράδοση ή και με έναν μόνο σημαντικό συγγραφέα, δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, πως τα πάντα έχουν ήδη ειπωθεί με τον καλύτερο ή τον μοναδικό τρόπο. Η λογοτεχνία ήταν και πάντα θα είναι ένα φαινόμενο δυναμικό, ακόμα μια υποψία κλισέ, που ακολουθεί, συγχρονίζεται ή προηγείται της εποχής της. Ακόμα και όταν ακολουθεί, αυτό δεν σημαίνει πως στερείται αξίας ή ενδιαφέροντος, σε καμία περίπτωση, παρότι η νεκροφιλία αποτελεί ίδιον μερίδας αναγνωστών που απεγνωσμένα θέλουν να επιβεβαιώνουν όσα γνωρίζουν ή πιστεύουν πως γνωρίζουν για τον κόσμο.

Η περίπτωση της Βεντουρίνι καθίσταται ιδιαίτερη για ποικίλους λόγους. Η ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή που επιλέγει, σύμφωνοι το έχουν κάνει και άλλοι, ας αφήσω εδώ να υπάρχει το όνομα του Φόκνερ, είναι ένας από τους λόγους. Ο σημαντικότερος ωστόσο θεωρώ πως είναι η απόφαση να τοποθετήσει την ιστορία της στη δεκαετία του σαράντα, όχι γιατί είναι απαραίτητο για την ιστορία ή γιατί αποτελεί πρωτεύουσα φιλοδοξία της να ανασύρει κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο από τη στέρνα του παρελθόντος, αλλά γιατί μοιάζει να βρίσκει ενδιαφέρουσα την ιδέα να μιλήσει για πράγματα γνώριμα, γυναίκες δυσκολεμένες στο πλαίσιο της εποχής τους, με τρόπο φαινομενικά μόνο παλιακό αλλά ταυτόχρονα διαχρονικό, σύγχρονο και επίκαιρο, ίσως για να μας επισημάνει πως σε κάθε εποχή ο τρόπος και μαζί του το λεξιλόγιο, το ορθό και το πρέπον διαφέρουν. Εδώ εντοπίζεται η φρεσκάδα και η αντίστιξη με την ηλικία της, η οξυδέρκεια στην παρατήρηση των αλλαγών, των εξελίξεων, των διεκδικήσεων (και) μέσα από τη λογοτεχνία.

Η διάχυτη αβεβαιότητα για το πώς στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια και μέσω αυτής απέναντι στις υπόλοιπες γυναίκες της ιστορίας, άραγε τη συμπονά ή την κοροϊδεύει, την αγαπά ή της είναι αδιάφορη, ένα άψυχο πιόνι στην παρτίδα που θέλει να αναπτύξει στο αφηγηματικό ταμπλό;, δίνει μια επιπρόσθετη του ύφους και της φωνής συνοχή στο μυθιστόρημα. Από αυτή την αβεβαιότητα πηγάζει επίσης η επίφοβη, τελικώς εκτελεσμένη άψογα, ισορροπία ανάμεσα στο γκροτέσκο και το σοβαρό, το κωμικό και το τραγικό, το υπερρεαλιστικό και το ακραία ρεαλιστικό. Η Βεντουρίνι αποτυπώνει επακριβώς τους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση για τα μη προνομιούχα άτομα, για τον τρόπο με τον οποίο ο όποιος ανθρωπισμός μας συνοδεύεται από μια απέχθεια και αποστροφή στο βλέμμα, ένα ευτυχώς εγώ δεν είμαι έτσι, την πολιτική ορθότητα του φαίνεσθαι, το πώς ένας ανάπηρος, ένα τέρας ίσως;, όπως η Γιούνα και όχι οι αποτυχημένες ξαδέλφες της, ξεχωρίζουν στο κοινωνικό σύνολο, σε καμία περίπτωση δεν ενσωματώνονται, δεν γίνονται μία από όλους μας, αλλά το ταλέντο τους, η δεξιοτεχνία τους, μας αναγκάζουν να τις κοιτάξουμε, έστω και πλάγια, έστω και αν πρέπει να αλλάξουν το όνομά τους ή και την ίδια τους την ιστορία, να προσαρμοστούν σε ένα κατασκεύασμα εαυτού. Και αυτό η Βεντουρίνι το πετυχαίνει αφήνοντας απλώς την Γιούνα να αφηγηθεί την ιστορία τους, με τον τρόπο που τότε θα γινόταν και σήμερα θα έμοιαζε προβληματικός έστω και με την ελάχιστη υποψία ετεροπροσδιορισμού, χωρίς να δοκιμάζει να κάνει δοκιμιακές και θεωρητικές παρεκβάσεις, όπως δηλαδή κάνει η καλή λογοτεχνία, αφήνοντας την ιστορία να στέκει διαρκώς στο προσκήνιο, χωρίς να εκβιάζει και να χάνει τον βηματισμό της, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη.

Διαβάζοντας το ωραίο, από πολλές απόψεις, βιβλίο της Βεντουρίνι σκεφτόμουν συχνά Το ακουστικό κέρας της Λεονόρα Κάρινγκτον, αν κάποιο από τα δύο βιβλία σας άρεσε, αναζητήστε το άλλο.

υγ. Για την Ενρίκες περισσότερα θα βρείτε εδώ, για Το ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον εδώ, για περισσότερα βιβλία των εκδόσεων Carnívora εδώ.

Μετάφραση Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιλόγος
Εκδόσεις Carnívora  

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου - Lydia Flem

Είναι ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να γνωρίζω, να παίρνω τη θέση μου, να (με) μαθαίνω, η λογοτεχνία, η ανάγνωση, (και) γι' αυτό διαβάζω, έτσι έχω μάθει να διασχίζω τον κόσμο. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να σημειώσω γιατί θέλησα να διαβάσω το βιβλίο αυτό, όσα χρόνια και αν περάσουν θα το ξέρω καλά.

Ωστόσο, δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο. Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο, στο όριο της αυτοβιογραφίας και της αυτομυθοπλασίας, με θέμα τον γάμο και τον χωρισμό, επειδή διαβάζω για να κατανοήσω την ανθρώπινη εμπειρία και όχι για να διδαχτώ και να απομνημονεύσω, ευτυχώς τελείωσε η περίοδος σχολείο-σχολή, με ενόχλησε το σχόλιο μιας αναγνώστριας με υψηλές βλέψεις ως προς τη θέση της απέναντι στη λογοτεχνία, η οποία χωρίς να ασχοληθεί διόλου με το τεχνικό κομμάτι της κατασκευής, έμεινε απλώς στη σύγκριση της εμπειρίας τής συγγραφέως με τη δική της, έχω παντρευτεί και χωρίσει και ξέρω και δεν είναι έτσι όπως τα λέει εκείνη, είπε εν ολίγοις, άρα μάπα το καρπούζι, απεφάνθη. Και προφανώς καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του, αλλά και αντίστοιχα προφανώς καθένας μπορεί να εκφράζει την αντίρρησή του σ' αυτή κ.ο.κ. Αναφέρω αυτή την όχληση όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να θέσω (και για μένα τον ίδιο) ένα ελάχιστο πλαίσιο, ενοχλήθηκα ίσως γιατί θεωρούσα το πλαίσιο αυτό δεδομένο ή, μάλλον καλύτερα, ήθελα τέτοιο να το θεωρώ. Η ανάγνωση, η επαφή με την άλλη εμπειρία, σκέφτομαι, καταργεί τη μονοσημαντότητα του κόσμου τριγύρω, είναι μια από τις κύριες πολιτικές λειτουργίες της γραφής και επερχόμενα της ανάγνωσης.

Γυρίζοντας στο Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου,  δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο και πώς θα μπορούσα, αναρωτιέμαι, να γυρεύει κανείς κάτι τέτοιο, απέναντι σε ένα συναίσθημα καθηλωτικό, την απώλεια των γονιών του, και την παρεπόμενη διαχείριση των υλικών καταλοίπων, τόξο που εκτείνεται από την πλέον σφοδρή και αμείλικτη γραφειοκρατία μέχρι την απόφαση για ένα ζευγάρι πολυφορεμένα παπούτσια. Ακόμα και αν είχα κιόλας βιώσει την αναμέτρηση αυτή, πάλι η ανάγνωση δεν θα είχε κάποιου είδους συγκριτική φιλοδοξία, πώς το έκανε/βίωσε εκείνη, πώς εγώ, τι νόημα θα είχε μια τέτοια σύγκριση, γιατί να διάβαζα ένα βιβλίο εκκινώντας από αυτή την αφετηρία επιθυμίας, συνεχίζω να σκέφτομαι. Σκατά ξέρω και σκατά έμαθα, όταν θα συμβεί θα λυγίσω τα γόνατα, να αποκτήσω χαμηλότερο κέντρο βάρος μήπως μπορέσω να σηκωθώ ξανά, να μπω στο σπίτι, να φυλλομετρήσω χαρτιά, να ανοίξω μαύρες τρύπες από πλαστικό, να πάρω στα χέρια μου ζευγάρια παπούτσια.

Αν γύρευα απαντήσεις/οδηγίες, τότε δεν θα είχε αξία πώς διάβασα το βιβλίο, έτσι και αλλιώς δεν θα το παρατούσα, ακόμα και αν ήταν το πλέον κακογραμμένο, η απάντηση θα μπορούσε να είναι στην τελευταία σελίδα, έτσι διαβάζαμε για τις εξετάσεις στο σχολείο, βιβλία κακογραμμένα, εντούτοις έπρεπε να τα διασχίσουμε ώστε να φτάσουμε στην απέναντι ακτή της όποιας επιτυχίας. 

Σε αυτό το σύνορο αυτομυθοπλασίας-αυτοδοκιμίου βρίσκω συχνά αναγνωστική απόλαυση σε αντίστιξη ίσως με το περιεχόμενο που δένει κόμπο το στομάχι, ίσως γιατί ενεργοποιείται αβίαστα η ενσυναίσθηση, με έναν τρόπο κάπως διαφορετικής δυναμικής και κατεύθυνσης, αφού εδώ το διακύβευμα δεν είναι η κατανόηση του συναισθήματος, της συμπεριφοράς και των κινήτρων του άλλου, αλλά μέσω της εμπειρίας του άλλου η δοκιμασία με το δικό μας συναίσθημα, τη δική μας συμπεριφορά και τα δικά μας κίνητρα. Ο πόνος, άλλωστε, ανάμεσα σε άλλα δύσκολα συναισθήματα, έχει την ιδιότητα τη στιγμή του κατακλυσμού να επιχειρεί να επιβάλλει πως εγώ μόνο νιώθω έτσι, κανείς άλλος ποτέ και πουθενά, βάρος ασήκωτο. Την ίδια στιγμή λεκτικοποιούνται (και εδώ έγκειται η λογοτεχνική επιτυχία κατά τη γνώμη μου) πράγματα που δύσκολα γίνονται λέξεις, ενώ ταυτόχρονα η απαραίτητη, έστω και ελάχιστη, απόσταση που παίρνει το αφηγηματικό πρόσωπο από την εμπειρία του, αποδεικνύεται καθοριστική, αυτός ο χώρος, είπα μπορεί και ελάχιστος, που επιτρέπει στο στήθος να κινηθεί για να χωρέσει μια ακόμα απαραίτητη αναπνοή. Θέλω ίσως με όλα αυτά απλώς να πω πως δεν έχει σημασία τι θα κάνει η Φλεμ απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά το γεγονός το ίδιο, πως θα βρεθεί απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια.

Συχνά γίνεται λόγος για την ιδιωτεία που ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνει τη λογοτεχνία, την ανθρώπινη έκφραση, πως πια δεν υπάρχει η φιλοδοξία του οικουμενικού αλλά η κοντή ματιά του ατομικού. Δεν αμφισβητώ πως σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει. Ωστόσο, η γραφή, η έκφραση εν γένει, αποτελείται από ένα ζεύγος, πομπός και δέκτης, σιγά τη σοφία που ξεστόμισα θα πείτε με το δίκιο σας, μισό λεπτό ωστόσο, το λέω για να θυμίσω πως η ευθύνη επιμερίζεται ανάμεσα στα δύο μέρη, μια γραφή μπορεί σίγουρα να είναι έμπλεη ιδιωτείας, αλλά και μια ανάγνωση μπορεί να είναι επίσης τέτοια. Και αυτό καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας. Γιατί, σκέφτομαι, είναι ζητούμενο της εποχής, να ξέρουμε καλύτερα από όλους, να ξέρουμε τα πάντα, να έχουμε άποψη και να την εκφράζουμε, εκεί, στο εγώ μας, αρχίζει και τελειώνει η περιβόητη ελευθερία λόγου, και το ζητούμενο αυτό είναι σαφέστατα πολιτικής χροιάς και σύστασης. Η αναγνωστική ευθύνη δεν πρέπει να υποτιμάται και να παραμερίζεται. Η ανθρώπινη εμπειρία από την αρχή του μύθου αποτελεί την κύρια καύσιμη ύλη της αφήγησης, ίσως μόνο πρόσφατα αυτό το έχουμε αναδείξει ως κάτι νέο και πρωτόγνωρο, ίσως γιατί πλέον όλα τα βλέπουμε εξόχως ατομικά και κυρίως, αυτό ναι, κυρίως συγκριτικά, ένας αδηφάγος συνεχόμενος αγώνας βαθμολόγησης του εαυτού, εγώ είμαι καλύτερος στα πάντα, σκατά είμαστε, το βάρος στους ώμους μας είναι ασήκωτο.

υγ. Διαβάζοντας και γράφοντας για το βιβλίο της Φλεμ είχα κατά νου το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, Αυτό που δεν έχει όνομα, περισσότερα γι' αυτό εδώ.

Μετάφραση Ματίνα Μαυρονικόλα
Εκδόσεις Μελάνι

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Το σημειωματάριο - Αριστείδης Αντονάς

Από τότε που ο Γ. μου μίλησε για τον Αριστείδη Αντονά και βρέθηκα στην ουρά του ταμείου, εκείνου που άλλοτε ήταν το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, κρατώντας στα χέρια μου τους Αριθμούς, έχοντας πια διαβάσει το σύνολο του έργου του, πρόζα και θέατρο, αν και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, ο Αντονάς είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους εγχώριους δημιουργούς, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο κάνει χρήση του χώρου, απόρροια ίσως της διττής προέλευσης των σπουδών του, αρχιτεκτονική και φιλοσοφία, το αίσθημα του ασφυκτικού εγκλεισμού, το εγκεφαλικό παιχνίδι, η κατασκευή, το όριο της πνευματικής/ψυχικής ισορροπίας, το παράλογο και ο τρόμος.

Το σημειωματάριο το είδα μπροστά μου ξαφνικά, δεν το περίμενα.

Έξω στον δρόμο/ σε πρώτο πρόσωπο/ μια φλανερί. Επιπρόσθετα στοιχεία, λίγο μετά την έναρξη της ανάγνωσης που επέφεραν επίσης έκπληξη, δεν τα περίμενα. Αυτό το αναπάντεχο με οδήγησε σε επαναπρογραμματισμό, reboot, ενόσω η ανάγνωση συνέβαινε, διάστημα το οποίο υπήρξε καθοριστικό, καθώς βρέθηκα εν κενώ να ακολουθώ τον συγγραφέα σε ένα αργό περπάτημα εντός των Εξαρχείων, με τη στάση στο ψαράδικο της Τρικούπη, με τη βρώμικη Μεθώνης, με το βιβλιοπωλείο στη θέση του δισκάδικου, με το κενό σημειωματάριο ανά χείρας, να περπατά και να σημειώνει, αναβάλλοντας διαρκώς την επιστροφή στην αγαπημένη, κουβαλώντας μαζί του την μυρωδιά του μαγειρεμένου ψαριού, δύο διαδρομές παράλληλες, η μία, εκείνη της διαδοχής των δρόμων, αναμενόμενη για κάποιον που γνωρίζει έστω και ελάχιστα την γεωγραφία της γειτονιάς, και η άλλη, η απροσδόκητη των σκέψεων, η γεννήτρια που από το ένα οδηγεί στο άλλο, και ύστερα πίσω στο ένα και στο άλλο, και πάλι από την αρχή, ύστερα κάτι νέο, η γειτονιά, η αγαπημένη που ίσως κοιμάται, η Καίη, που δεν γνώριζα, και η Τζίνα, που γνώριζα λίγο, και κυρίως το άδειο σημειωματάριο, κάπως εκκεντρικό στον σχεδιασμό, που έφτασε κληρονομιά από χέρια αγαπημένα, χέρια πια απόντα, και ο συγγραφέας πρέπει να το γεμίσει, και ο ιδανικός ή ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι περπατώντας και γράφοντας.

Το απόφθεγμα του Ριβαρόλ, όποιος έχει τη συνήθεια του γραψίματος γράφει και χωρίς ιδέες, στην αρχή του σημειωματαρίου δίνει τον τόνο, κάποτε σε κάποιο κείμενό μου χρησιμοποίησα την προτροπή ενός φίλου, αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, ένιωσα μια συγγένεια. Και αν ποτέ δεν έχω δοκιμάσει τη γραφή εν μέσω βάδισης, δεν μιλάω για βιαστικά ψηφιακά μηνύματα με τον κίνδυνο να γλιστρήσει κανείς σε απλωμένα κόπρανα, εντούτοις στον στρατό κατέκτησα τη δεξιότητα της εν κινήσει ανάγνωσης, δεξιότητα που με έσωσε και έκτοτε με συντροφεύει, παρά τους κινδύνους, των κοπράνων και του κουνήματος της κεφαλής των περαστικών, ένιωσα μια ακόμα συγγένεια.

Κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση, με έναν τρόπο οδηγούν τον αναγνώστη σε δικές του διαδρομές, αναφέρομαι σε διαδρομές που μόνο ελάχιστο εμβαδό εκκίνησης έχουν με το κείμενο, δεν λέω δηλαδή το προφανές, πως ο καθένας μας διαβάζει αυτό που είναι, κάτι το οποίο ισχύει για το σύνολο της ανάγνωσης ως εμπειρίας ενεργητικής και υποκειμενικής, παρά τους όποιους αρμούς τεχνικής και τέχνης στους οποίους βρίσκουμε άξονες κοινής γλώσσας, αναφέρομαι, λέω ξανά, στα μονοπάτια που ανοίγει το μονοπάτι του συγγραφέα, που στην προκειμένη περίπτωση τα τοπόσημα είναι γνώριμα, οικεία, περπατημένα πολλάκις υπό διάφορες συνθήκες, αν και ίσως ποτέ με ένα μαγειρεμένο ψάρι ανά χείρας, αλλά ναι, με ένα άδειο σημειωματάριο κάπου χωμένο στην τσάντα, με την πρόθεση γυρίζοντας στο γραφείο να γραφούν λέξεις που δοκιμάστηκαν κατά την περιδιάβαση.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, δεν είναι προφανές το κείμενο που θα συνοψίζει την εμπειρία της ανάγνωσης, εικάζω πως δύσκολα δεν θα είναι προσωπικό, ακόμα και για να πει πως προσωπικά σε μένα δεν μου φάνηκε κάτι το αξιόλογο ή κάτι το λογοτεχνικό ή κάτι οτιδήποτε τέλος πάντων, αλλά κυρίως για να μεταφέρει την ίδια την εμπειρία, της οποίας κάποιος επιπρόσθετος χρόνος μεσολάβησε, την εμπειρία της ανάγνωσης, των παράλληλων διαδρομών της σκέψης και της ανάμνησης, των περασμένων και των αλλαγών που συνέβησαν εντός και εκτός, εν γνώσει και ερήμην μας, το σκηνικό εντός του οποίου κάποτε υπήρξαμε και συνυπήρξαμε, των νεκρών και των νεκροζώντανων, των συνοδοιπόρων που χάθηκαν ή χαθήκαμε, της αγαπημένης που ίσως ακόμα να κοιμάται και το κουδούνι ίσως να την ταράξει.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, είναι ακόμα πιο εύκολο να πεις εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, αυθαιρετώντας ως προς τις προθέσεις, λέγοντας για παράδειγμα πως αυτό είναι ένα κείμενο για τον εξευγενισμό των Εξαρχείων, πράγμα για το οποίο τόσοι μιλάνε άλλωστε, και εκκινώντας από αυτή τη βεβαιότητα προθέσεων να πεις πως εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, πως αυτή η φλανερί θα είχε στόχο να αναδείξει την πτώση και την εξαχρείωση, την αστυνομοκρατία, τα ιλιγγιώδη ύψη των ενοικίων, την τουριστικοποίηση, την καταναλωτική κοινωνία, και ίσως να εκκινούσε νωρίτερα, κρίνοντας το δήθεν προνόμιο του γράφοντος υποκειμένου, πως εκείνος δεν δύναται να ομιλεί, μόνο εμείς, καταχρηστική χρήση πρώτου πληθυντικού για να μη φανούμε εγωκεντρικοί, μόνο εγώ από όλους τους εμείς θα μπορούσα να πω.

Για κείμενα όπως Το σημειωματάριο, αναφέρομαι στην προσωπική του φύση, εξαίρεση στο συγγραφικό κόρπους του Αντονά, η έκπληξη θα κοντραριστεί στενά με τις προσδοκίες που το όνομα στο εξώφυλλο (μου) δημιούργησε, εκείνο που ήθελα να διαβάσω και εκείνο που διάβασα, το απρόοπτο, εκείνο που δεν περίμενα, και όχι απλώς βρήκα κάτι διαφορετικό, αλλά αυτό με συμπεριέλαβε, όχι μόνο ως παρατηρητή/μπανιστιρτζή της φλανερί του Αντονά στα Εξάρχεια, με τα πνεύματα της Καίης και της Τζίνας παρόντα, αλλά για εκείνη την ταυτόχρονη δική μου διαδρομή, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης/παρακολούθησης δεν υπήρξε απτή και διακριτή, συνέβαινε ωστόσο σε κάποιο παράλληλο πίσω επίπεδο, και στο τέλος, η σελίδα που κλείνει και το βιβλίο που αναπαύεται στα πόδια, ανήλθε/εξήλθε σαν ένα όνειρο που το πρωί το θυμάσαι κάπως αχνά, πια δεν βγάζει τόσο ξεκάθαρο ή προφανές νόημα όπως όταν το έβλεπες ή όπως το θυμάσαι ενόσω το έβλεπες, αλλά είναι εδώ πια ως αίσθηση, και ας μην, λέω ξανά, βρέθηκα ποτέ στους δρόμους εκείνους κρατώντας στα χέρια ένα μαγειρεμένο ψάρι.

Η προσωπική και υβριδική γραφή αναπόφευκτα (όταν λειτουργεί) οδηγεί σε προσωπική και υβριδική ανάγνωση, αρχικά, αποτύπωση, εκ των υστέρων, ένα διαρκές παιχνίδι αντικατοπτρισμών.

Ο χρόνος επελαύνει, παρά και πέρα από τη σχετικότητά του, παρασέρνει, παραμερίζει, σπρώχνει μπροστά, εγκαταλείπει πίσω όσα βρίσκονται στο διάβα του, μαζί του και τις αναγνώσεις, τα βιβλία. Δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος περί αυτού, κατάλληλο/ιδανικό/ιδεατό/σίγουρο χρονικό διάκενο μεταξύ της ανάγνωσης και της γραφής που να εγγυάται πως η αναγνωστική εμπειρία έλαβε τα οριστικά μέτρα της εντός, πως αναλλοίωτη θα συμπορευτεί με το αναγνωστικό υποκείμενο. Δεν ξέρω γιατί, όσο διάβαζα Το σημειωματάριο, σκεφτόμουν έντονα και διαρκώς το υβριδικό η Ναυτία της γης, δεν ήξερα επίσης πόσο καθοριστική αποδείχτηκε εκείνη η ανάγνωση, παρά τώρα, ένα χρόνο μετά, εν μέσω θέρους ξανά, ζέστης πηκτής και αμείλικτης. Ο χρόνος επελαύνει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Αντονά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Ναυτία της γης εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες     

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Πώς φιλιούνται οι αχινοί - Αλεξάνδρα Κ*

Better late than never. 

Αν υπάρχει μια εποχή του χρόνου, ωστόσο, κατάλληλη για να διαβάσεις το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε πριν από οχτώ χρόνια, πουλήθηκε και διαβάστηκε, ευρέως, η αλήθεια είναι, η εποχή αυτή είναι το καλοκαίρι, ιδανικά όταν αυτό συνδυάζεται με φρικώδεις θερμοκρασίες, που η ανάγκη για κλικ τις παρουσιάζει φρικωδέστερες, είναι Κυριακή όταν το μεσημέρι ανατινάζεται το φως και εσύ είσαι εγκλωβισμένος στο κλεινόν άστυ, τι ωραίες οι προκάτ εκφράσεις, χρόνια τώρα τις κάνεις παρέα με αμφιθυμία και ενώ μια από τις παρενέργειες της χαμηλής πίεσης είναι η φαντασίωση ενός νησιού, μιας παραλίας, του τίποτα, εσύ τριγυρνάς, ιδρώνεις και σου μυρίζεις, είναι, σκέψου το θετικά, το ιδανικό πλαίσιο της ανάγνωσης του Πώς φιλιούνται οι αχινοί, έτσι, όταν βρεθείς στην παραλία θα ξέρεις και αυτό μπορεί να αποδειχτεί μια καλή ατάκα στο φλέρτ.

Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, «Κυριακή μεσημέρι. Η μαμά σου μαγειρεύει το χέρι της κοκκινιστό. Στρώνει το τραπέζι με τ' αριστερό αλλά λερώνει το τραπεζομάντιλο με αίματα και ζητάει συγγνώμη. Ο μπαμπάς σου δεν ενοχλείται, έχει μουστάκι που τσιμπάει και μια καινούρια καραμπίνα για πουλιά στην αποθήκη. Κρατάει αγκαλιά την αδελφή σου και καπνίζει. Η αδελφή σου είναι μια ροζ μπαλα που δεν είναι σωστό να κλοτσάς», από την πρώτη πρώτη φράση σε τοποθετεί στο οικογενειακό τραπέζι, σε γυρίζει λίγα ή περισσότερα χρόνια ή απλώς μια βδομάδα πίσω, τις Κυριακές μαζευόμαστε στο πατρικό, τρώμε όλοι μαζί, κάθε μισάωρο που περνάει τα επίπεδα έντασης αλλάζουν χρώμα, ολοένα και κοκκινίζουν, στο τέλος μια πόρτα βροντάει, στην επόμενη σκηνή είναι πάλι Κυριακή και μια πόρτα ανοίγει. Άσε που πια ξέρουμε πως αν στη σκηνή υπάρχει ένα όπλο, τότε μέχρι το τέλος αυτό θα χρησιμοποιηθεί.

Πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα λίγο σαν να ετοιμαζόμουν να πάω σε ένα οικογενειακό τραπέζι, δεν είχα προσδοκίες, φοβόμουν όμως ότι το πράγμα θα μπορούσε να πάει πολύ λάθος, βέβαια, ούτε καν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, κάλλιο ένα κακό/αδιάφορο/ανέμπνευστο/ή ό,τι άλλο βιβλίο, παρά ένα οικογενειακό τραπέζι με επιρροές από σκανδιναβικό σινεμά, δεν το συζητώ. Άτιμο πράγμα, συνήθως, οι προσδοκίες, που ως λέξη έχει μια θετική αποφορά, ενώ είναι λέξη ουδέτερη η καημένη και εμείς την έχουμε φορτώσει με προσδοκίες, άτιμο πράγμα, αλλά συμβαίνει, εμφανίζονται και εισβάλλουν από την πλέον ελάχιστη χαραμάδα που θα εντοπίσουν χαϊδεύοντας τα τοιχώματα, σωτήριο επίσης, σπανιότερα, όταν προσφέρουν μια από τις αγαπημένα μισητές λέξεις της γλώσσας όλης, γείωση.

Οι πρώτες σελίδες ήταν κάτι παραπάνω από υποσχόμενες, η λάβα ήταν εκεί, έκαιγε και απειλούσε πως θα ξεχυθεί, ρε λες, σκέφτηκα όσο να βολευτώ ξανά στον ιδρωμένο καναπέ, και συνέχισα, μέχρι που εμφανίστηκε ο ποιητής, η καρικατούρα του για την ακρίβεια, που ωστόσο συμβαίνει άνθρωποι με σάρκα, αίμα και κόκαλα να είναι καρικατούρες, όπου ακούτε να αποκαλούν κάποιον ξεχωριστό να έχετε κατά νου πως ίσως είναι μια καρικατούρα, που στην περίπτωσή μας, στο κεφάλαιο που εισήχθη στην πλοκή, ήταν κάπως ανέμπνευστα δοσμένη, με μια ευκολία, λείπουν άλλα θα μπορούσαν να υπάρχουν φράσεις όπως στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει, άντρες ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έκανα εκεί ένα ωχ, ή ένα χμ, δεν έχει σημασία, σκέφτηκα/ένιωσα/φοβήθηκα πως ό,τι καλό είχε προηγηθεί τώρα δα θα κατέρρεε μπροστά στα μάτια μου, το καύσιμο δεν θα έφτανε για να ολοκληρωθεί η διαδρομή των διακοσίων και κάτι σελίδων που απέμεναν.

Είναι εδώ η στιγμή που θα μπορούσα να περιαυτολογήσω, να ανέλθω του βιβλίου και να αραδιάσω φράσεις/ατάκες όπως: έδωσα μια ευκαιρία, επέμεινα, θέλησα να είμαι σωστός και τίμιος κ.τ.λ· ενώ η αλήθεια είναι πως ζεσταινόμουν και είχα βολευτεί και το πιο εύκολο ήταν απλά να συνεχίσω να διαβάζω το βιβλίο και συνέχισα και πιάστηκα και ξέχασα πως ζεσταινόμουν και εκείνο το κεφάλαιο, τελικά, σαν ελατήριο λειτούργησε, σαν βατήρας, έτσι όπως το σύνολο του αμυντικού μηχανισμού χαλάρωσε, και πια οι προσδοκίες είχαν αποχωρήσει, οι ορίζοντες είχαν απομακρυνθεί και δεν υπόσχονταν εντυπωσιακά αιματοβαμμένα δειλινά, και έτσι χαλαρό, η συνέχεια με βρήκε μπόσικο με πήρε και με σήκωσε, δεν ήξερα από πού μου έσκασε.

Κάποια άτομα, κάποιες σχέσεις, κάποια ξημερώματα στις λεωφόρους του κέντρου, η Αθήνα και σελίδες γραφής. Αυτά είναι τα συστατικά της ιστορίας αυτής που η Αλεξάνδρα Κ* κατασκευάζει. Χρησιμοποιώ σκόπιμα το ρήμα. Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι μια κατασκευή, μεταμοντέρνα και φιλόδοξη, γεμάτη από αντιφάσεις, μη σκέφτεστε στερεότυπα, οι αντιφάσεις μπορεί να αποδειχτούν καθοριστικές, είναι (και) οι αντιφάσεις που καθιστούν το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό και σπουδαίο, ιδιαιτέρως προσωπικό. Ας ξεκινήσω το ξετύλιγμα των αντιφάσεων από το ιδιαιτέρως προσωπικό· το ύφος και η πρόζα της Κ* παρότι ιδιαίτερο, στο όριο της επιτήδευσης, του βερμπαλισμού και μιας εσάνς αυτοϊκανοποίησης, λειτουργεί συμπεριληπτικά, ενσωματώνει τον αναγνώστη, του επιτρέπει να νιώσει οικεία και να πειστεί πως και ο ίδιος με αυτό τον τρόπο θα έλεγε την ιστορία του, και εδώ εντοπίζεται η δεύτερη αντίφαση, η ιστορία που αφηγείται η Κ*, παρότι δεν έχει να κάνει με κάτι ξεκάθαρα αυτομυθοπλαστικό, εντούτοις, η ένταση και η δύναμη, το νεύρο με το οποίο αφηγείται την ιστορία. την καθιστά δική της, ήταν ζωτικής σημασίας η εναπόθεσή της στο χαρτί, και όμως (αντίφαση) ο αναγνώστης νιώθει πως είναι και εκείνος ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, γνωρίζοντας και τα υπόλοιπα, εκτός από τα μέρη και τις συνθήκες που επικρατούν, το χαμηλό βαρομετρικό και τον δυσπρόσιτο ορίζοντα. Η τρίτη αντίφαση, πλησιάζοντας στην κατασκευή, έχει να κάνει με τη φιλοδοξία, διάχυτη και υψηλής ενεργειακής συγκέντρωσης, δεν κουνάει απορριπτικά το δάκτυλο, δεν βροντοφωνάζει, άσχετα αν το ξέρει και το πιστεύει: κοίτα πόσο γαμάτα μπορώ να γράψω· αλλά αντίθετα, γνωρίζοντας ίσως πως χωρίς δέκτη δεν υφίσταται πομπός, τον προ(σ)καλεί να την ακολουθήσει στους λαβύρινθους αναρωτώμενος ποιο πρόσωπο τώρα βρίσκεται επί σκηνής, πού σταματάει η αφηγηματική αλήθεια και πού αρχίζει η αφηγηματική φαντασία, η κατασκευή μέσα στην κατασκευή, που στη λογοτεχνική σύμβαση ταυτίζεται με την πραγματικότητα.

Αλλάζω παράγραφο για να φτάσω προς το τέλος των αντιφάσεων, στο μεταμοντέρνο. Δεν θα αραδιάσω θεωρία, δεν θα κουράσω. Συχνά, πυκνά και κουραστικά, το μεταμοντέρνο ταυτίζεται με τη σύγχυση εντός της οποίας πλατσουρίζει ο δημιουργός και αργότερα βουλιάζει ο αναγνώστης, μια γούρνα γεμάτη από αυτοϊκανοποιητικά υγρά, σύγχυση η οποία γοητεύει τον νάρκισσο στο καθρέφτισμά του, που πλασάρεται ως άποψη, ύφος και πρόταση, αλλά είναι μια στήλη όρθια από πρωκτικής οπής υλικό. Έτσι, ο προσδιορισμός μεταμοντέρνο μάλλον χρησιμοποιείται για να πει κανείς ευγενικά πως κάτι δεν διαβάζεται. Θα πω αυτό που λέω για το παιχνίδι και τα παιδιά, ταιριάζει γάντι στο μεταμοντέρνο, και εδώ η Κ* έτσι το εφαρμόζει, τα παιδιά, που λέτε, παίζουν, σίγουρα παίζουν, παρότι όλο και λιγότερο, αλήθεια είναι, ωστόσο παίζουν με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα, εκ της οποίας σε μεγάλο βαθμό πηγάζει η απόλαυση, οι ενήλικες συνήθως μαλακίζονται έχοντας χάσει τον όποιο έλεγχο, η συγγραφέας εδώ όχι, παρότι ακροβατεί στο όριο.

Κάπου εκεί στο μεταμοντέρνο, στο προσωπικό και το φιλόδοξο, διακρίνω ακόμα μια αντίφαση. Μεγάλο κομμάτι της ελληνικής λογοτεχνίας, σύγχρονης και παλαιότερης, αναλώνεται σε μια απόπειρα ορθής και όμορφης, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, χρήσης της γλώσσας, ωραία επίθετα, ποιητικές περιγραφές, το δράμα, γιατί περί δράματος πρόκειται, περνά και στην αρένα της μετάφρασης για την οποία συχνά διαβάζουμε πως διαθέτει υπέροχα ελληνικά, διέφυγα του θέματος και της γλωσσικής αντίφασης, ωστόσο, ήθελα να πω πως η Κ*, προερχόμενη από ένα περιβάλλον πιο θεατρικό, απολαμβάνει τις δυνατότητες που η πρόζα της προσφέρει, δοκιμάζει τις λέξεις, τις μεταποιεί, τις φέρνει στα μέτρα της, στις ιδιαιτερότητες της αφήγησης και της ιστορίας, τις καθιστά οργανικό μέρος της κατασκευής, επιβάλλεται και κερδίζει δικαίωμα στο κοπλιμέντο περί ποιητικότητας, λυρικότητας, λεξιπλασίας, και αυτά δεν είναι κοπλιμέντα όπως στο τέλος μιας παράστασης που δεν ξέρουμε τι μας άρεσε, τίποτα δεν μας άρεσε ας μην κρυβόμαστε, λέμε για τα φώτα και τα σκηνικά, εδώ είναι κοπλιμέντα επιπρόσθετα των κεντρικών και κύριων, πως δηλαδή το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι ένα τρομερό βιβλίο.

Better late than never.

Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Εις τον πάτο της εικόνας - Μάρω Δούκα

Η απόπειρα κάλυψης των αναγνωστικών κενών είναι για μένα ένα αίτημα, μια ακόμα παράμετρος που καθιστά ανέφικτη την ολοκληρωτική κατάκτηση του λογοτεχνικού οχυρού· μόνο η πολιορκία απομένει να ξεγελά τους υψηλούς στόχους της εν εξελίξει εκστρατείας. Ωστόσο, για να υπάρξει απόπειρα κάλυψης, είναι αδιαπραγμάτευτη η συνθηκολόγηση με την ύπαρξη των κενών αυτών, η αποδοχή της αλήθειας πως δεν ορίζεται ο τέλειος αναγνώστης ως έννοια και συνθήκη, αποδοχή αλήθειας που πρώτα και κύρια αφορά τον εαυτό του υποκειμένου, την αυτοεικόνα του. Διαβάζοντας το Φελιτσιτά, το χρονικά τελευταίο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, και γράφοντας γι' αυτό, αναφέρθηκα σ' αυτό το βιβλιογραφικό μου κενό, η ανάγνωση εκείνη υπήρξε ένα πρώτο βήμα προς την κάλυψη.

Ένας αναγνώστης που πολύ εκτιμώ μου μίλησε για το Εις τον πάτο της εικόνας. Εκτός της υψηλής πρόζας, αναφέρθηκε και στον μεταμοντέρνο χαρακτήρα του, στο εγκιβωτισμένο εντός της κεντρικής αφήγησης μυθιστόρημα που ο αφηγητής επιχειρεί να γράψει. Και ήταν η μεταμοντέρνα φύση, που ο παιγνιώδης χαρακτήρας της πολύ του γούστου μου είναι, που με έκανε να διαβάσω το βιβλίο αυτό, ίσως ενεργοποιώντας και μια ενοχή, τη σκέψη/πεποίθηση πως η μεταμοντέρνα γραφή δεν αποτελεί συνήθη επικράτεια της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ανάγνωση, η αναγνωστική διαδρομή, πολλάκις έχω επαναλάβει και θα συνεχίσω να το κάνω, προσφέρει, σίγουρα μεταξύ πολλών άλλων, την κατάρριψη και ηχηρή κατάρρευση διαφόρων ψευδοβεβαιοτήτων. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση αυτή.

Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, δικηγόρος στο επάγγελμα και παντρεμένος με τη Μαρία, απευθυνόμενος στην Ηώ, μια συμφοιτήτρια και πλέον συνάδελφο δικηγόρο, αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον Αντώνη Λύτρα, έναν μεσήλικα οδηγό ταξί, που μια μέρα αποφασίζει να εξαφανιστεί από τους οικείους του. Έχουμε, λοιπόν, ένα ιδιότυπο επιστολικό μυθιστόρημα, έναν μονόλογο εστιασμένης απεύθυνσης, εντός του οποίου αναδύεται ένα υπό κατασκευή μυθιστόρημα, το πρωτόλειο έργο ενός ανθρώπου ο οποίος, όχι μόνο με τη γραφή, αλλά και με την ανάγνωση, τη λογοτεχνία εν γένει, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Είμαστε στα ταραγμένα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ογδόντα, τα κομμουνιστικά καθεστώτα πέφτουν το ένα μετά το άλλο, η παντοδυναμία του Παπανδρέου πλήττεται καθώς το σκάνδαλο και η δίκη του Κοσκωτά κλονίζουν τη χώρα, η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΚΚΕ σοκάρει, η Αριστερά βρίσκεται -τι έκπληξη- σε κρίση, σε μια δυναμική και χρόνια διεργασία διασπάσεων, η κοινωνία βαδίζει συνολικά ζαλισμένη μέσα στην οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, το μέλλον μοιάζει πολλά υποσχόμενο, το ένστικτο ωστόσο κρούει τον συναγερμό.

Διαβάζω ξανά την πρώτη παράγραφο και σκέφτομαι πως ίσως και να μην ήταν εντελώς τυχαία ή αθώα η αναφορά στην ανάγνωση με πολεμικούς όρους εκστρατείας, ίσως κάτι από την ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτού να την επηρέασε και ως ένα βαθμό να τη διαμόρφωσε. Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, αφηγητής αλλά και συγγραφέας ταυτόχρονα, βρίσκεται, πότε συνειδητά και πότε όχι, μέσα σε μια έντονη διαμάχη, ηθικής και υπαρξιακής φύσης, ζητήματα ταυτότητας και προορισμού αναδύονται, με πρώτα και κύρια τα συναισθήματα που νιώθει για την Ιώ, καύσιμη ύλη για τη συγγραφή τόσο των άτυπων επιστολών όσο και του ίδιου του μυθιστορήματος, συναισθήματα σε σύγκρουση με τον γάμο του με τη Μαρία και την καθημερινότητά του, που ως βάση εκτόξευσης έχουν κυρίως τα φοιτητικά χρόνια, τότε που όλα ήταν υπό διαμόρφωση, άναρχα με έναν τρόπο γοητευτικό, προσφέροντας απλόχερα χώρο για θεωρίες και ιδεολογίες, για δυνατότητες.

Το Εις τον πάτο της εικόνας κυκλοφόρησε το 1990 και ήταν το έβδομο συγγραφικό βήμα της Μάρως Δούκα. Έχω πλήρη άγνοια για να εντάξω το παρόν μυθιστόρημα με ασφάλεια εντός της εργογραφίας της πολυγραφότατης  δημιουργού ως εξαίρεση ή ως κανόνα. Και αυτό είναι ένα σημαντικό πραγματολογικό κενό. Αυτό που μπορώ με αυτοπεποίθηση να πω είναι πως το μεταμοντέρνο εύρημα του εγκιβωτισμού δεν γίνεται για να γίνει προς χάρη του όποιου εντυπωσιασμού, η παιγνιώδης διάθεση δεν στερείται χρηστικότητας και προγραμματικής επιδίωξης, δεν αποτελεί, επίσης, ένα άψυχο αποκομμένο συμπλήρωμα στην ανάγνωση, αλλά, αντίθετα, ένα οργανικό συμπλήρωμά του. 

Η πρόζα της Δούκα είναι καθηλωτική και υψηλού επιπέδου, ικανή να στηρίξει και να αναδείξει τον χειμαρρώδη λόγο του Παπαδάκου, το χάος εντός του οποίου η σκέψη και συνολικά η ύπαρξή του κινείται, το πάθος και την εμμονή με την οποίο απευθύνεται στην Ηώ, αλλά και, εδώ είναι ίσως το μέγιστο ύψος που η πρόζα της Δούκα φτάνει, αυτός ο χειμαρρώδης λόγος, σήμα κατατεθέν του αφηγητή/συγγραφέα, χαρακτηρίζει και πλημμυρίζει και το μυθιστόρημά του, ο τρόπος με τον οποίο το χάος κειμενοποιείται και πετυχαίνει να λειτουργήσει ως νήμα ξενάγησης στο μυαλό του συγγραφέα και, ακόμα παραπέρα, να αποτυπώσει τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα εκείνων των χρόνων συνολικά.

Διαβάζοντας ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από τριάντα πέντε χρόνια και φιλοδοξούσε να αποτυπώσει την τότε συγχρονία, σημαντικό ζητούμενο αποτελεί το αν σήμερα φαντάζει παρωχημένο. Η απάντηση είναι σαφέστατα όχι. Σ' αυτό συντελούν και τα δύο κύρια μέρη κάθε μυθιστορήματος, η μορφή και το περιεχόμενο. Η μεταμοντέρνα φύση του του επιτρέπει να σταθεί με άνεση στην επικράτεια του σήμερα, ίσως ακόμα ακόμα και να ξεχωρίσει για τη φιλοδοξία του, για τη μη αποφυγή του ρίσκου. Αλλά και ως περιεχόμενο, χωρίς καθόλου να ταιριάζει εδώ ο άχρηστος και επίφοβος επιθετικός προσδιορισμός του προφητικού, δεν ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, και αναφέρομαι ιδιαίτερα σε εκείνον τον αναγνώστη που δεν είχε γεννηθεί τότε, που μόνο μέσω αφηγήσεων έχει σχηματίσει μια γενική και μάλλον αόριστη εικόνα γι' αυτό το εγγύς παρελθόν, και, παράδοξα ίσως, νιώθει συχνά πυκνά την ομοιότητα, τη συγγένεια του τότε και του τώρα, ιδιαίτερα στο κομμάτι της κρίσης στον χώρο της Αριστεράς, αλλά και της επικρατούσας πολιτικής συνθήκης, για να μην αναφερθώ στον συναισθηματικό χυλό εντός του οποίου παλεύει να επιπλεύσει -και- ο σημερινός άνθρωπος.

Η καθηλωτική πρόζα της Δούκα από τη μια, η αχρονία που ενδύεται μιαν αόριστη συγχρονία αλλά και η πειραματική, απαιτητική από τη φύση της τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αναγνώστη, κατασκευή αποτελούν το τρίπτυχο που καθιστά το Εις τον πάτο της εικόνας ένα σημαντικό βιβλίο συνολικά και όχι απλώς ένα λήμμα στο λογοτεχνικό λεξικό της εγχώριας γραμματείας.

Εντυπωσιασμένος, ήδη σκέφτομαι ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο τής Δούκα που θα διαβάσω, καμιά ιδέα;

υγ. Για το Φελιτσιτά, που και αυτό διαπραγματεύεται την ιστορία ενός μεσήλικα που αποφάσισε να αποκοπεί από την ασφυκτική συνθήκη της καθημερινότητάς του, περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Εκδόσεις Πατάκη