Η φιλία με απασχολεί περισσότερο από τον έρωτα [κάποιο άτομο (μάλλον) κάποιο βράδυ, σχετικά πρόσφατα (μάλλον)]. Κάπου τότε διάβαζα/διάβασα το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές (Keiran Goddard, μτφρ. Νατάσα Σίδερη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο τίτλος ήταν αυτός που πυροδότησε την επιθυμία, γέννησε μια διαίσθηση αναγνωστικής επιθυμίας, ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα γνώριζα άλλωστε, αργότερα θα έγραφα, ίσως και επηρεασμένος από την αρχική αποστροφή λόγου: «Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο
έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της
καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι
όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια
κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο
έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η
φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η
συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται
να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές
σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε
στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα,
να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε,
εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται
επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει». Τώρα αναρωτιέμαι αν είναι επιτακτικά σημαντικό να θυμηθώ το υποκείμενο εκείνης της δήλωσης, θα ενσωματωνόταν άραγε στο φίλιο κόρπους;
Όταν έπιασα στα χέρια μου το λεπτό αυτό βιβλίο διπλής εισόδου, μία στην ελληνική και μία στην αγγλική, στάθηκα λίγο στη λέξη φιλία που υπερίπταται ταπεινότερη του έντονα κεφαλαίου υπότιτλου ΕΝΑ ΛΗΜΜΑ ΣΕ Θ Ρ Α Υ Σ Μ Α Τ Α, λες και αυτό είναι το σημαντικό, το καθοριστικό, ένα ζήτημα ταυτότητας προθέσεων, μια ιδιότυπη δέσμευση, μια επιτέλεση κάτι συγκεκριμένου, πριν συνεχίσω με το όνομα του δημιουργού, Αλ Τερ.
Από τα δεδομένα του εξωφύλλου, εκείνο με το οποίο απασχόλησα τη σκέψη μου κατά την προαναγνωστική περίοδο ήταν το ζήτημα της ανωνυμίας, της χρήσης ενός ψευδώνυμου, σκέψη που συχνά πυκνά με απασχολεί και με ιντριγκάρει, και τα πράγματα που μας απασχολούν και μας ιντριγκάρουν, όσο και αν κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε, είναι πράγματα που μας απασχολούν προσωπικά, ας πούμε, στην περίπτωσή μας/μου, πώς θα είχε ξετυλιχτεί το κουβάρι των χρόνων, αν με κάθε κόστος δεν οικοδομούσα τη γέφυρα ανάμεσα στο όνομα χρήστη της google και στο όνομα ληξιαρχικής πράξης, αν δεν ήμουν εγώ αυτός αλλά κάποιο άγνωστο ψηφιακό υποκείμενο γραφής και ανάγνωσης, ύστερα αναπόφευκτα σκέφτηκα τον Πεσσόα στη σημερινή εποχή, πόσο θα το γλεντούσε, κατέληξα σε τετριμμένες σκέψεις, ύστερα, η ανωνυμία σε μια εποχή όπως η σημερινή κ.τ.λ. βαρετά και όμοια πάντα.
Μπαίνοντας στην αναγνωστική διαδικασία σύντομα επέστρεψα στην ψευδώνυμη υπογραφή, το λογοπαίγνιο εμφανίστηκε, μήπως Αλ Τερ Έγκο; Αλλά και ένα ερώτημα πιο καίριο, τι κάνουμε με τις αντωνυμίες;
Το πρώτο θραύσμα, δάνειο του Ντεριντά, «Μεταξύ του να τους μιλάς και να μιλάς γι' αυτούς υπάρχει ένας κόσμος από διαφορές». Ένα απλό, δωρικό, ευθύ, παιγνιώδες, του δε πόιντ, εισαγωγικό, κατατοπιστικά περιγραφικό καλωσόρισμα.
Σκέφτομαι, περισσότερο το σκέφτομαι παρά το πιστεύω, πως ζούμε σε μια διττής προσπέλασης πραγματικότητα. Από τη μια, κάποια άτομα, μάλλον όχι από επιλογή θα ισχυριζόταν η απέναντι όχθη, πλατσουρίζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και το πλατσούρισμά τους έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζεται σαν ένα απόσταγμα στιβαρής φιλοσοφίας, διακρίνεται για την υπερβεβαιότητα, δεν αυτοαμφισβητείται, έτσι, λένε, είναι τα πράγματα και διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις. Από την άλλη πλευρά, όσα άτομα δοκιμάζουν να κατεβούν σε πιο σκοτεινά βάθη, καθένα ως εκεί που μπορεί/θέλει/επιλέγει να κατέλθει, το φαινόμενο της βεβαιότητας εμφανίζεται και εδώ, όμως δεν είναι παράλογο, πλατσούρισμα συντελείται και σε υδάτινα βάθη και όχι μόνο στην επιφάνεια. Το σκέφτηκα ξανά λόγω αυτής της φαινομενικά επιφανειακής και εύκολης αποστροφής του Ντεριντά, αυτό το λεκτικό παιχνίδι, το τόσο μισητό από την πλειοψηφική πτέρυγα, όφου, τι τα σκαλίζεις, τι μου τα πρήζεις.
Πιστεύοντας πως έχω αποκτήσει μια ικανή επαφή με την αυτομυθοπλασία ως νεοεισεχθέν υποείδος, ομολογώ πως τα χρειάστηκα όταν έπεσαν στα χέρια μου Οι αργοναύτες (Maggie Nelson, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες), κυρίως, αλλά και το Στο σπίτι των ονείρων (Carmen Maria Machado, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες), δευτερευόντως, δεν είχα ποτέ σκεφτεί/διανοηθεί ως εκδοχή το αυτοδοκίμιο ως καταγραφή του εαυτού, του βιώματος, της καθημερινότητας, λέγοντας τα χρειάστηκα εννοώ μάλλον πως θαμπώθηκα, πως τα κριτήρια ποιότητος κατέρρευσαν μονομιάς, μόνο αργότερα, καιρό μετά την ανάγνωση κάπως ανασυγκροτήθηκαν και ψέλλισαν κάποιες ενστάσεις, με τον καιρό, επίσης, με τον τρόπο τους ισχυρές, τελικά. Παρέκβαση, λες και κάνω κάτι άλλο: η τήρηση αναγνωστικού ημερολογίου, βλέπε το παρόν ιστολόγιο, είναι σημαντική και γι' αυτό το χάσμα που ανακύπτει στην επιστροφή πίσω στον χρόνο, όντας οπλισμένος με όπλα νέας τεχνολογίας, ποιος ήμουν και ποιος είμαι, τι έλεγα και τι λέω, σκέφτομαι, ακόμα σε παρέκβαση, μια αδιάλειπτη και συστηματική επιστροφή και μάχη, ένα επαναλαμβανόμενα επαναπροσδιορίσιμο τι έλεγα και τι λέω, μια κειμενική διαμάχη, ένας συνεχής αναθεωρητισμός.
Αναπόφευκτα, μιλώντας άκρως υποκειμενικά, λες και γίνεται και αλλιώς δηλαδή αλλά τέλος πάντων, κείμενα όπως αυτό φλερτάρουν (ίσως και να ερωτοτροπούν με πάθος) με την επιτήδευση ή την εγκεφαλικότητα ή το εγώ του γράφοντος υποκειμένου, ίσως, σκέφτομαι τώρα, αυτό να συμβαίνει γιατί υπάρχει ως ανοιχτό επίδικο μια συγκρουσιακή συνθήκη, το δοκιμιακό υπερισχύει του εαυτού και σκοπό (ίσως) έχει να πείσει για την ορθότητά του. Νιώθω πως κάθε τι που με κάνει να σκέφτομαι με όρους μηδέν ένα, σωστό λάθος, είναι κατάλοιπο μιας μονοσήμαντης κατανόησης του κόσμου, μιας δυαδικότητας που προσπαθώ να ξεφορτωθώ βήμα το βήμα, αυτό είναι κάτι που ελπίζω να προσεταιριστώ μέσα από την ανάγνωση, την ανοιχτότητα στην εμπειρία, τη δυνατότητα ύπαρξης μιας άλλης γωνίας θέασης, τον πλουραλισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το υποκείμενο που εισάγει το δικό του λήμμα για τη φιλία φλέγεται. Διατηρώ ανοιχτό το για τι/από τι φλέγεται. Σκόρπιες υποθέσεις: να κατανοήσει, να νιώσει, να αξιολογήσει, να δει, να δικαιολογήσει, να υπερβεί, να θεωρητικοποιήσει, να απολαύσει, να απαλλαγεί από τη μοναξιά ή να την επιλέξει. Όλα τα θεωρώ πιθανά, ως το τέλος, ενάντια σε κάθε μονοσημία.
Τώρα, διαβάζω το I love Dick. Το αναφέρω γιατί κάπως τα νήματα υπάρχουν, όχι άμεσα ίσως, αλλά υπάρχουν, και κυρίως έχουν να κάνουν με την επιστολική μορφή, και όσα εκείνη φέρει μαζί της από τις απαρχές της αλληλογραφίας και των πάσης φύσεως σημειωμάτων με έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά και για την εκτεταμένη δοκιμιακή διακειμενικότητα, για την πυρετώδη αναζήτηση στη θεωρία, για την απόπειρα κατανόησης, κάπου αναφέρεται το εξής, πιστεύω αντιπροσωπευτικό και αποκαλυπτικό: «Νομίζω ότι είμαι η ιδανική σου αναγνώστρια - ή ότι, η ιδανική αναγνώστρια είναι αυτή που είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζει το κείμενο ψάχνοντας να βρει στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται». Θα μπορούσε, κάνοντας παιχνίδι με τις λέξεις, να ειπωθεί και ως: Νομίζω πως είσαι η ιδανική μου αναγνώστρια - ή ότι ιδανική αναγνώστρια είσαι εσύ που είσαι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζεις το κείμενο ψάχνοντας να βρεις στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται/αισθάνεται για σένα. Τι λέτε;
Η παρούσα, τελικά, θα είναι η ύστατη ανάρτηση πριν τη θερινή ανάπαυση, το αποφάσισα στα μισά του κειμένου αυτού, αρχικά σκεφτόμουν πως θα ήταν η προτελευταία, αφήνοντας για το τέλος μια πιο απολογιστική, πιο προγραμματική, πιο προσωπική, γεμάτη ευχές, ευχαριστίες και αποφάσεις εν όψει της νέας χρονιάς, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Διάβασα δύο φορές το λήμμα αυτό, όχι δεν τόλμησα την αγγλική εκδοχή του, και η τομή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη σκέψη υπήρξε μια χαράδρα τρομακτικής ομορφιάς, οριακής επίσης ίσως. Και κάποιες στιγμές ψάχνουμε ή είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε κάτι που θα συμπυκνώνει με τον δικό του τρόπο κάτι πιο χαοτικά διάχυτο εντός μας. Και εδώ αυτό ήταν η χαράδρα αυτή ανάμεσα στο συναίσθημα, για το οποίο λίγα (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) βιωματική, και τη γνώση για την οποία πολλά (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) συνειδητή. Κάθε χαράδρα τείνει στα βάθη της να καταλύει το ενδιάμεσο κενό.
Με το καλό να τα πούμε τον Σεπτέμβρη.
Εκδόσεις Periplaneta