Δεν γνώριζα την Άκερμαν. Το όνομά της δεν μου έλεγε τίποτα. Δεν είχα δει κάποια ταινία της. Η πλήρης άγνοιά μου ήρθε σε σύγκρουση ευθεία με τον φλογερό ενθουσιασμό, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της Άκερμαν για τη μητέρα της, άρχισαν να λένε.
Δουλεύω σε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, η καλύτερη δουλειά του κόσμου συνηθίζουμε να λέμε με τον συνάδελφο Α., όποτε συναντιόμαστε, κάθε φορά που συναντιόμαστε, παρά τα όποια ζητήματα, παρά τα όποια αλλά. Η καλύτερη δουλειά του κόσμου. Αυτό συνηθίζουμε να λέμε με τον Α. Αυτό σκέφτομαι συχνά, κυρίως τα πρωινά όταν περπατώ προς τα εκεί. Κρατάω σημειώσεις για ένα κείμενο επ' αυτού, κυρίως περιμένω να ακουστεί η φωνή του, τα δάκτυλα θα πληκτρολογήσουν αυτό το γράμμα αγάπης.
Ένας από τους λόγους που νιώθω πως κάνω την καλύτερη δουλειά του κόσμου είναι η επαφή με ανθρώπους που διαβάζουν. Η λάμψη στα μάτια τους όταν μου λένε για ένα βιβλίο που διάβασαν, τότε εγώ σημειώνω. Η λάμψη στα μάτια είναι το ακλόνητο πειστήριο. Διαθέτει βαθμίδες, επίσης, οι μεμονωμένες φωνές κάποιες φορές συναντιούνται, επικαλύπτονται, συγκλίνουν, συμφωνούν. Θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της Άκερμαν για τη μητέρα της, άρχισαν να λένε.
Τι να κάνω κι εγώ, το πρόσμενα.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε. Ο ενθουσιασμός πύκνωσε. Τα αντίτυπα έφευγαν. Πολλά από αυτά για δώρο. Ακόμα ένα ακλόνητο πειστήριο αγάπης.
Δεν γνώριζα την Άκερμαν. Έπιασα την καλαίσθητη έκδοση στα χέρια μου. Διάβασα το βιογραφικό της, μια συνοπτική πρώτη σύσταση. Έκλεινε: «Αυτοκτόνησε το 2015, έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου Η μητέρα μου γελάει». Κάνω την πράξη. Εξήντα πέντε. Δεν λέω πως υπάρχει κατάλληλη ηλικία για αυτοκτονία, αλλά κάπως μου έκανε εντύπωση που αυτοκτόνησε σε αυτή την ηλικία, όταν διάβασα το βιβλίο, όχι πια. Θα επανέλθω σε αυτό.
Τι να κάνω κι εγώ, το πρόσμενα, το ίδιο βράδυ άρχισα να το διαβάζω.
Λίγες σελίδες μετά ένιωσα μια πρώτη ασφυξία, μια δυσφορία, δεν ξέρω αν υπάρχει και καλή ασφυξία και καλή δυσφορία, αλλά κάπως πρέπει να επιχειρήσω να αποδώσω το συναίσθημα που ένιωσα. Έκλεισα το βιβλίο. Έμεινα να κοιτάζω το εξώφυλλο με τα κόκκινα γράμματα σε λευκό φόντο πάνω από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Διάβασα τον τίτλο, το όνομα της συγγραφέα, της μεταφράστριας, της Στεφανή που έγραψε το επίμετρο. Ένα παιχνίδι αναδύθηκε: Η μητέρα μου γελάει ή Η μητέρα μού γελάει. Δεν είμαι διόλου σίγουρος πως ξέρω τον κανόνα, το πνεύμα και το γράμμα του. Αν γελούσε σε μένα, θα έβαζα τον τόνο, αν γελούσε σε μένα θα ήταν ευπρόσδεκτα αρκετά διαφορετικό από το να γελούσε απλώς. Είναι και αυτό ένα ζήτημα αποδοχής. Έπιασα την ανάγνωση εκεί που την είχα αφήσει.
«Αρχίζω να προετοιμάζομαι για τον θάνατό της. Πώς το κάνεις αυτό με ρώτησε κάποιος. Προσπαθώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς εκείνη. Και νομίζω ότι τα καταφέρνω. Όχι για εκείνη· για μένα. Ή το αντίστροφο. Μια τέτοια προετοιμασία φυσικά είναι αδύνατη, οπότε απλώς χάνω τον χρόνο μου. Η μητέρα σου έχει μια τρομερή επιθυμία για ζωή. Εσύ όμως έχεις; Δεν ξέρω τι να απαντήσω».
Νιώθω οικεία σε αυτή την επικράτεια σκέψης. Είναι ίσως ο βασικότερος λόγος για τον οποίο διαβάζω, η επαφή με την ανθρώπινη εμπειρία, η απαλοιφή και η σίγαση της μονοσημίας. Ίσως επειδή δεν έχω δυνατή φαντασία, ή το απαραίτητο θάρρος, ή και τα δύο ταυτόχρονα. Ίσως γι' αυτό τέτοια ανάγκη για τη διαμεσολαβημένη εμπειρία. Η επικείμενη εμπειρία του πένθους, προκαταβολικά.
Δεν είναι λίγα τα βιβλία που έχω διαβάσει από παιδιά για τους νεκρούς γονείς τους, σχέσεις δύσκολες, ζητήματα αποδοχής, το κυρίως μενού αυτής της γλώσσας, το πένθος μια θεϊκή σταθερά. Με τη φτωχή μου φαντασία, λάθος, με την ήδη βιωμένη εμπειρία, ακούω μια φωνή από το βάθος, και τι με ενδιαφέρει εμένα, όλοι πια για τους νεκρούς γονείς τους γράφουν, ένδεια λογοτεχνική, τίποτα δεν είναι όπως παλιά, τους ακούω στο βάθος να λένε. Καλοπροαίρετα σκέφτομαι πως απλώς παίρνουν τοις μετρητοίς αφηγήσεις όπως αυτές, δεν διακρίνουν κάτι δικό τους σε αυτές, κάτι το πιο γενικό, αυτό το κάτι που έχει να κάνει με την ανθρώπινη εμπειρία, και τι άλλο είναι η δημιουργική έκφραση πέρα από την πάλη με τη σύνθετη αυτή συνθήκη; Κακοπροαίρετα σκέφτομαι πως δεν θα έπρεπε να με νοιάζουν τα λόγια τους, ο ελιτισμός τους. Τέλος πάντων.
Δεν είναι λίγα τα βιβλία που έχω διαβάσει από παιδιά για τους νεκρούς γονείς τους, σχέσεις δύσκολες, ζητήματα αποδοχής, το κυρίως μενού αυτής της γλώσσας, το πένθος μια θεϊκή σταθερά. «Μια τέτοια προετοιμασία φυσικά είναι αδύνατη, απλώς χάνω τον χρόνο μου». Ενίοτε και για την ανάγνωση ισχύει το ίδιο. Όσο πλησιάζει κανείς τη φιλολογία και όσο διαμένει στο δωμάτιο της αντικειμενικότητας, όσο δεν παίρνει ρίσκα, όσο απομακρύνει τον εαυτό του από την εκάστοτε ανάγνωση.
Ακριβώς επειδή δεν με αφορά. Γι' αυτό επιχειρώ να εντοπίσω τις λακκούβες συναισθήματος που δεν πρόσεξα και τσαλαβούτησα. Θα της άρεσε της Έκερμαν η χρήση του ρήματος τσαλαβουτώ. Δεν μπορώ να το αποδείξω. Ίσως γιατί το γράψιμό της έχει μια παιδικότητα. Λέξη τρίγκερ, το ξέρω. Αλλά αυτό διακρίνει τη γραφή της εδώ, η παιδικότητα. Ούτε απλότητα, ούτε αφέλεια. Παιδικότητα. Και αυτή η παιδικότητα, σκέφτομαι, ίσως να ευθύνεται για τις περισσότερες από τις πολλές λακκούβες συναισθήματος. Ίσως γιατί απεκδύεται επιδεικτικά την όποια φορεσιά επιτήδευσης και σοβαροφάνειας, την υποχρέωση να συνθέσει έναν φόρο τιμής, ένα εναλλακτικό επικήδειο λόγο, την όποια δική της γαματοσύνη, το όποιο προνόμιο το πένθος χαρίζει. Ίσως γιατί στη σχέση γονιού παιδιού το παιδί θα είναι πάντα παιδί, ανεξάρτητα από την ηλικία, ο γονιός θα είναι πάντα ο γονιός, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, ακόμα και όταν το παιδί θα γίνει ο φροντιστής, θα γίνει ο δυνατός και ικανός της υπόθεσης, των μικρών και μεγάλων καθημερινών προκλήσεων. Και κάποιος που χάνει τον γονέα του είναι πάντοτε παιδί. Τουλάχιστον, τις περισσότερες φορές ή σε κάποιο αφανή πίσω ή πιο πίσω επίπεδο.
Ένα παιδί που όσο μεγαλώνει απομακρύνεται από την πλήρη εποπτεία. Αναπτύσσει μια ανεξάρτητη πορεία ζωής, ο κοινός τόπος ολοένα και συρρικνώνεται, τα δύο σημεία ολοένα και απομακρύνονται, το παιδί ξέρει περισσότερα για τον γονιό, τουλάχιστον για την καθημερινότητά του, αντιστροφή του σημείου εκκίνησης της κοινής πορείας. Η επικείμενη εξαφάνιση του ενός, ωστόσο, επαναδραστηριοποιεί τον δεσμό, σε νέες συνθήκες, σίγουρα, τα ερωτήματα αποκτούν κάτι το επιτακτικό, τώρα ή ποτέ, η σιωπή θα βασιλεύσει ακλόνητη.
Η παιδικότητα της γραφής, της αφήγησης, της κατασκευής. Των επαναλήψεων, των διαρκών πήγαινε έλα στον χρόνο και τον τόπο, επίσης. Η κοινή σχέση δεν είναι το μόνο μονοπάτι, ακόμα και όταν διανύονται τα τελευταία μέτρα, η πραγματική ζωή πια δεν εξαντλείται στη σχέση αυτή, η ζωή προχωρά, πράγματα συμβαίνουν, συναισθήματα φυτρώνουν και ξεριζώνονται. Και γι' αυτά λέει η Άκερμαν, χωρίς να απομακρύνεται από την αίθουσα της τελικής ευθείας. Ίσως σε αυτά, πότε συνειδητά και πότε ασυνείδητα να γυρεύει απαντήσεις για τα κενά, για την μη κατανόηση ή την ατελή αποδοχή, για το απλήρωτο χρέος που ξάφνου μια μέρα εκτινάσσεται χωρίς συνημμένη επαρκή δικαιολόγηση, ένα συνονθύλευμα, μια διαταγή πληρωμής. Μην αποκόπτοντας τις παράλληλες σεκάνς, η Άκερμαν καταφέρνει αβίαστα να τοποθετήσει τη σχέση με τη μητέρα της σε ένα αληθοφανές πλαίσιο, μέρος της ζωής, επιβάρυνση της έτσι και αλλιώς ήδη περίπλοκης ζωής.
Και αν κάπως νιώθω σίγουρος για τις συναισθηματικές λακκούβες, εκείνες στις οποίες ένιωσα να τσαλαβουτώ κι εγώ από σπόντα, πάντοτε στο τέλος μιας ανάγνωσης επικρέμαται η ανάγκη να γίνει κατανοητή και χειροπιαστή η συνολική εμπειρία, η αναζήτηση, συχνά απεγνωσμένη, της αντικειμενικότητας, της αιτιοκρατίας, το γιατί μου άρεσε αυτό το βιβλίο ή τι διαφορετικό είχε αυτό το βιβλίο ή γιατί από κάποιους θεωρείται σημαντικό αυτό το βιβλίο αν του αφαιρεθεί το συναίσθημα και η παρεπόμενη υποψία χειραγώγησης και εκβιασμού. Δεν ξέρω. Δοκίμασα με την αναφορά στην παιδικότητα. Δεν ξέρω πώς να το πω διαφορετικά, πώς να κατευθυνθώ στον πυρήνα της αναγνωστικής διαδικασίας, άχρηστη φιλολογική, και ανεπαρκής, σκευή. Δεν ξέρω και αυτή η άγνοια με ζεσταίνει. Αυτό το άγνωστο, γεμάτο μαγεία. Σαν τα κόλπα ενός ταχυδακτυλουργού που ποτέ δεν θέλω να βλέπω πίσω από το πέπλο. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη να λέω πόσο μου άρεσε το βιβλίο αυτό, πόσο σημαντικό το θεωρώ, διακρίνω μια λάμψη, πόσο σημαντικό το θεωρώ για μένα, χωρίς να ξέρω να το τεκμηριώσω επαρκώς, και όσο λιγότερα τεκμήρια φέρνω, τόσο το βλέμμα ενδύεται λάμψη. Παράδοξο ή και όχι.
Η άγνοια ή η ανικανότητα ευκρινούς διάκρισης συγκεκριμένων αιτίων απόλαυσης, παρέα με τη μάχη ενάντια στη μονοσημία, δημιουργούν το κεντρικό ντουέτο επί της σκηνής στην παράσταση: γιατί διαβάζω και γιατί επιμένω να γράφω μετά· σαν η ανάγνωση να μην τελειώνει παρά με ένα κείμενο όπως αυτό, δεκάδες λέξεις άγνοιας και ψαχουλέματος στα σκοτεινά, κείμενο που, για να λέω την αλήθεια, απλώς μια άνω τελεία προσφέρει, μια ακόμα ημερολογιακή καταγραφή, μια οικειοποίηση.
Το επίμετρο της Εύας Στεφανή ήταν εξίσου προσωπικό, πώς όχι, πώς αλλιώς μετά το τσαλαβούτημα σε ένα κείμενο όπως αυτό. Κάποιοι καλλιτέχνες, η συγγραφέας του βιβλίου σίγουρα μία από αυτούς, καταφέρνουν να καταδυθούν σε απύθμενα βάθη, να παραμείνουν εκεί, εις βάρος των πνευμόνων τους, για όσο χρειαστεί, για όσο αντέξουν, μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα καρέ, για εκείνους και για εμάς, και αυτό είναι κάτι το τρομερά συγκινητικό, ένα δώρο, μια πράξη αγάπης σε έναν κόσμο κακό.
Είπα πως θα επανέλθω στην αυτοκτονία της Άκερμαν, τηρώ την υπόσχεσή μου:
«Μια μέρα, παρότι την πέρασα χαμογελώντας, ήθελα να αυτοκτονήσω, το σημαντικότερο είναι να μην ξεχνάς να χαμογελάς, λες κι εκείνο που ετοιμαζόμουν να κάνω δεν ήταν παρά μια πράξη άνευ σημασίας. Κι έτσι αποδείχτηκε πράγματι τελικά, γιατί επέζησα. Έχω επιζήσει όποιας απόπειρας και αν έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα και είναι συχνές οι φορές που θέλω να αυτοκτονήσω. Αλλά δεν γίνεται να το κάνω αυτό στη μητέρα μου, μονολογώ. Μετά, όταν δεν θα είναι πια μαζί μας».
υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!






